- ευδρακής
- εὐδρακής, -ές (Α)οξυδερκής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δρακής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα δρακ- τού δερκ- (πρβλ. αόρ. β' έ-δρακ-ον) πρβλ. α-δρακής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδρακής — sharp sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)